- ἁλίπλανος
- ἁλί-πλᾰνος, ον,A = ἁλιπλανής, Opp. C.4.258.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἁλίπλανον — ἁλίπλανος masc/fem acc sg ἁλίπλανος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιπλανής — ἁλιπλανής, ὲς και ἁλίπλανος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στις θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + πλανής, πλανος < πλανῶμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»] … Dictionary of Greek
ορείπλανος — ὀρείπλανος και ὀρίπλανος, ον (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. αλίπλανος, νυκτί πλανος] … Dictionary of Greek